- προβατοκόμος
- προβατοκόμοςone who tends sheepmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβατοκόμος — ο, ΝΑ προβατοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κόμος] … Dictionary of Greek
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
προβατοκομία — η, Ν εκτροφή προβάτων, προβατοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβατοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek
προβατοκτηνοτρόφος — ον, Α προβατοτρόφος, προβατοκόμος … Dictionary of Greek
προβατοτρόφος — ον, MA εκτροφέας προβάτων, προβατοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek